λαύδανο

λαύδανο
Βλ. λ. λάβδανο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάβδανο — Οπιούχο παρασκεύασμα που πιθανότατα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα· ονομάζεται και κροκούχο βάμμα του οπίου. Αποτελείται από αλκοόλη 60°, νερό, κρόκο (ζαφορά), κανέλα και όπιο. Εξαιτίας των αντισπαστικών του ιδιοτήτων χρησιμοποιείται σε… …   Dictionary of Greek

  • λάδανο — το (AM λάδανον, Α και λήδανον) βλ. λαύδανο …   Dictionary of Greek

  • λήδανο — το (Α λήδανον) 1. βλ. λαύδανο 2. αρωματική κομμεορητίνη που λαμβάνεται από ορισμένα είδη κίστου, κοινώς γνωστά ως λαδανιά, και η οποία χρησιμοποιούνταν στην ιατρική και ως θυμίαμα, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία …   Dictionary of Greek

  • λαύδανον — και λάβδανο και λήδανο και λάδονο, το (Α λάδανον και λήδονον) 1. (στο παρελθόν) το κεκαθαρμένο όπιο 2. κροκούχο βάμμα τού οπίου, που έχει σκοτεινό ερυθροκίτρινο χρώμα και πικρή γεύση και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως αναλγητικό, κατευναστικό και …   Dictionary of Greek

  • οίσυπον — οἴσυπον, τὸ (Α) [οισύπη] το λαύδανο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”